στυλοπάτι

στυλοπάτι
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στυλοβάτης — ο, ΝΑ, και δωρ. τ. στυλοβάτας Α βάση στύλου, υπόβαθρο, κν. στυλοπάτι νεοελλ. 1. μτφ. βασικός υποστηρικτής, θεμελιωτής («στυλοβάτης τής κυβέρνησης») 2. αρχαιολ. η άνω επιφάνεια τού κρηπιδώματος ναού η οποία αποτελείται από μεγάλες τετράγωνες… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”